- συναλλάγματα
- συνάλλαγμαcovenantneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνάλλαγμα — Στην οικονομική γλώσσα, μέσο πληρωμής που χρησιμοποιείται στο διεθνές εμπόριο. Τα ξένα σ. είναι πιστωτικοί τίτλοι σε ξένο νόμισμα που –Όταν περιέλθουν στα χέρια των εξαγωγέων– με τη μεσολάβηση μιας τράπεζας παραχωρούνται από αυτήν στους… … Dictionary of Greek
ανατίμηση — Η αύξηση της συναλλαγματικής αξίας ή νομισματικής ισοτιμίας, δηλαδή o επίσημος καθορισμός της αντιστοιχίας σε χρυσό ή σε ξένα συναλλάγματα, της νομισματικής μονάδας μιας χώρας. Η α. είναι το αντίθετο της υποτίμησης του νομίσματος. Όταν μία χώρα… … Dictionary of Greek
ευρωσυναλλάγματα — τα τα ευρωνομίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρω * + συναλλάγματα] … Dictionary of Greek
Παπαρρηγόπουλος, Πέτρος — (Κωνσταντινούπολη 1817 – Αθήνα 1891). Έλληνας νομικός, δικαστικός και πανεπιστημιακός δάσκαλος. Αδελφός του ιστορικού Κωνσταντίνου Π., σπούδασε στη Γερμανία, ονομάστηκε υφηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1841, και το 1845… … Dictionary of Greek
ՏՈՒՐԵՒԱՌ — (ի, ից.) NBH 2 0892 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c գ. πραγματεία, χρηματισμός negotiatio συναλλάγματα , καταλλαγή, συμβόλεια contractus, pactum Տալն եւ առնուլն. տըւչութիւն եւ առումն փոխադարձ՝ ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)